ἀβυρτάκη

ἀβυρτάκη
ἀβυρτάκη
sour sauce of leeks
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβυρτάκη ή αβύρτακος — Μηδικής προέλευσης καρύκευμα ή ρόφημα των αρχαίων, που το παρασκεύαζαν από πράσα, κάρδαμο, σινάπι και κόκκους ροδιάς. Αναφέρεται και από τον Αθήναιο …   Dictionary of Greek

  • ἀβυρτάκαις — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκαισι — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκην — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκης — ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβυρτάκας — ἀβυρτάκᾱς , ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem acc pl ἀβυρτάκᾱς , ἀβυρτάκη sour sauce of leeks fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδάρτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες», δηλαδή με αβυρτάκη, δυνατό καρύκευμα από φυτά με έντονη γεύση και οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δάρτης (< δέρω «γδέρνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”